Κυριακή 8 Απριλίου 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΘΩΩΝ

Ο Θάνατος πάνω στο μαύρο άλογο κατηφορίζει την οδό Βασίλισσας Σοφίας γοργά για να μην χάσει το ραντεβού με τον Άνθρωπο που κρατά στο χέρι του ένα σημείωμα και μόλις έχει βγάλει την καρδιά του για να την παραδώσει στο Θεό.
Είναι έτσι όπως τον άφησαν οι Πατριώτες του, Πολιτικάντηδες, Τσαρλατάνοι...γυμνό από αντοχή, υπομονή, Υπερηφάνεια και αδύναμο να συνεχίσει την πορεία που του έγραψαν προς τον Άδη των Ζωντανών Νεκρών...
Ακόμα και τώρα σπέρνουν φόβο και τρόμο για να έχουμε τάχα ισχυρό καπετάνιο που θα οδηγήσει το Καράβι με ασφάλεια. Ξεδιάντρωποι, τι θέλετε; Να μην χάσετε τα αξιώματα και να  πνίξετε ότι έχει απομείνει από τα κουφάρια του Λαού που με καρτερία σας ακούει και δεν σας συνθλίβει μέσα στην γροθιά του!!! Ούτε ο Ξέρξης, ουτέ ο Αττίλας, ούτε ο Καίσαρας, ούτε ο Τούρκος δεν άντεξαν και έγιναν σκόνη. Εσείς θα αντέξετε και θα πιάσετε το τιμόνο την άλλη μέρα; 
Μόνο γέλια προκαλείτε....
Ο άνδρας στεγνός από δάκρυα και ιδρώτα κοιτά προς το Παλάτι και θυμάται τότε που ήταν παιδί. Μέσα στα Μαύρα χρόνια της Κατοχής και του πολέμου, παιδί πεινασμένο, φοβισμένο μα Υπερήφανο που ήταν Έλληνας και απόγονος του Κολοκοτρώνη, του Σωκράτη και του Ομήρου, της Μπουμπουλίνας και της Πηνελόπης. Θυμάται εκείνο το πρωινό που χτυπούσαν οι καμπάνες της Απελευθέρωσης και του Τέλους της ταπείνωσης από τους Κατακτητές...


Κόσμος, σημαίες, φωνές, χαμόγελα πνιγμένα μέσα στα δάκρυα της Χαράς και της Ελπίδας και μια τρελή όρεξη για Ζωή καθώς έμπαινε η Άνοιξη και είχε πλημμυρίσει η πόλη από τα άνθη της λεμονιάς.


Και τώρα τίποτα...ανυπόφορη σιωπή μέσα στο πλήθος, μέσα στο πολύβουο  κέντρο της πόλης και το μόνο που ακούει είναι οι οπλές του αλόγου πάνω στο πλακόστρωτο της πλατείας και τα φλεγόμενα ρουθούνια του...ακριβώς δίπλα του. Ξαφνικά ακούγεται ο κρότος του πιστολιού, το φτερούγισμα των περιστεριών και ο γδούπος του κορμιού που σωριάζεται στο χώμα...
Κανένας ξύλινος λόγος, καμιά αδιάντροπη φανφάρα, κανένα Πολιτικό και ψεύτικο δάκρυ δεν μπορεί να θρέψει την πληγή που τρέχει αίμα ζεστό και τίμιο. Ο Θάνατος του δίνει το χέρι και αυτός απλώνει το δικό του και τον τράβα πάνω στο άλογο. είναι ώρα για το Τελευταίο ταξίδι.
Ο κόσμος κοιτά με μάτια ορθάνοιχτα και τις καρδιές ραγισμένες καθώς καλπάζουν τώρα πάνω από το Παλάτι και χάνονται εκεί πίσω από την πλάτη του βουνού. 


Φαντάζει ο Θάνατος Λυτρωτής και ήλθε τώρα να σώσει την ψυχή του άνδρα- που τόσο άνανδρα κάποιοι κύριοι με γεμάτες τις τσέπες τους από βρώμικα λεφτά και λόγια του αέρα- ταπείνωσαν, εξευτέλισαν και πέταξαν στην λάσπη τώρα στα στερνά του.
Γίγαντες της διαπλοκής και της διαφθοράς, των σκανδάλων και των Κοινωνικών εγκλημάτων προσπάθησαν να ποδοπατήσουν την Αξιοπρέπεια και την Υπερηφάνεια του μα δεν πρόλαβαν. Ήλθε ο Λυτρωτής και το πήρε μαζί του. Κι έμειναν πίσω αυτοί τώρα να πνιγούν μέσα στο Ψέμα και το αίμα των Ζωντανών Νεκρών μια Κυριακή του μέλλοντος. 


Έλληνες...ο χρόνος πλησιάζει. Η Ιστορία θα σας ζητήσει να γράψετε στο Αιώνιο βιβλίο της. Μην χάσετε το Θάρρος σας. Βουτήξτε καλά το χέρι σας μέσα στο αίμα της Ζωής και γράψτε στα μέτωπά σας: 
"Τώρα ή Ποτέ"


Καλό Ταξίδι Έλληνα. Ο Θεός συγχωρεί και οι Έλληνες μαζί σου...


Με τα μάτια τους γυρεύουν Όπου είν’ αίματα πηχτά, Και μες στ’ αίματα χορεύουν Με βρυχίσματα βραχνά. 55η στροφή


 ΑΓΑΠΑΤΕ ΑΛΛΗΛΟΥΣ ΚΑΙ ΖΕΙΤΕ ΣΕ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΥΣ!!!